Άρθρα
«Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών εντείνει την κρίση της ΕΕ. Το νέο, δεξιότερο, τοπίο και οι εκλεκτικές συγγένειες Φον Ντερ Λάιεν – Μελόνι, προϊδεάζουν για μια Ευρώπη που, αντί να πηγαίνει μπροστά, προς την υλοποίηση των οραμάτων του Σπινέλι για πολιτική ενοποίηση, βαδίζει προς τα πίσω, υιοθετώντας, ολοένα και περισσότερο υπερσυντηρητική ατζέντα»
Άρθρο στο περιοδικό της ελληνικής Βουλής «Επί του Περιστυλίου»

Άρθρο στο περιοδικό του ελληνικού Κοινοβουλίου «Επί του Περιστυλίου» με θέμα το αποτέλεσμα των Ευρωπαϊκών εκλογών, υπογράφει ο Αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και ευρωβουλευτής της Αριστεράς, Δημήτρης Παπαδημούλης.
Στο άρθρο με τίτλο «Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών εντείνει την κρίση της ΕΕ» (Link), ο Δημ. Παπαδημούλης, θίγει θέματα όπως η δεξιόστροφη πολιτική της ΕΕ που δημιουργεί δυσαρέσκεια και ανασφάλεια, η νέα άνοδος της ακροδεξιάς όπως αποτυπώθηκε μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, αλλά και η επάρκεια της νέας ελληνικής αντιπροσωπείας, που καλείται να εκπροσωπήσει τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
«Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών εντείνει την κρίση της ΕΕ»
Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου οδηγεί σε «λιγότερη Ευρώπη» και θα εντείνει την κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα προκαλέσει μια περαιτέρω στροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα δεξιά,λόγω της ενίσχυσης των δύο πολιτικών ομάδων της ακροδεξιάς, αλλά και λόγω της ολοφάνερης διαθεσιμότητας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος να είναι ανοικτό σε συμμαχίες με δυνάμεις της ακροδεξιάς, μέσω της συστηματικής κανονικοποίησης της κας Μελόνι.
Αυτή η στροφή προς τα ακροδεξιά είναι αποτέλεσμα μιας πολύχρονης διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια δεξιόστροφη συμμαχία υπό την ηγεμονία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως αυτή εκφράστηκε με την Κομισιόν της κας Φον Ντερ Λάιεν, η οποία οδήγησε σε μια μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων, κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών, στην αποτυχία μιας αποτελεσματικής διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού και σε βήματα σημειωτόν ή και σε πλήρη στασιμότητα, στα θέματα της εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης.
Όλο αυτό το μείγμα δεξιάς πολιτικής δημιούργησε δυσαρέσκεια και ανασφάλεια, και απολύτως δικαιολογημένα, σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Από αυτό επωφελήθηκε πρωτίστως η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, με την εύκολη λαϊκίστικη συνθηματολογία ότι “για όλα αυτά φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι, οι διαφορετικοί” και ότι με την αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την επιστροφή στα κράτη – έθνη θα υπάρξουν καλύτερες λύσεις.
Στους μεγάλους ηττημένους, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έχουμε τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά ομάδα του Μακρόν (Renew Europe) και τους Πράσινους. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα κατέγραψε μικρά κέρδη, oι Ευρωσοσιαλιστές κινήθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα, όπως και η Ευρωπαϊκή Αριστερά, περίπου στα ίδια ποσοστά. Η συνολική εικόνα είναι ότι μια Ευρωπαϊκή Ένωση που βρισκόταν ήδη σε μια κρίση, αδυνατεί να προχωρήσει την πολιτική της ενοποίηση και να πάρει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της κλιματικής κρίσης, της ψηφιακής μετάβασης, της ενίσχυσης της κοινωνικής ατζέντας, κλπ. -θέματα που απαιτούν και διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες και έναν πιο αυξημένο προϋπολογισμό.
Το νέο, δεξιότερο, τοπίο, μαζί και με τις εκλεκτικές συγγένειες Φον Ντερ Λάιεν – Μελόνι, προϊδεάζει για μια Ευρώπη που, αντί να πηγαίνει μπροστά προς την υλοποίηση των οραμάτων του Σπινέλι για μια ταχύτερη πολιτική ενοποίηση, βαδίζει προς τα πίσω, υιοθετώντας, ολοένα και περισσότερο, μια υπερσυντηρητική ατζέντα. Όχι μόνο στα οικονομικά ή περιβαλλοντικά θέματα, αλλά και στα μεγάλα θέματα της ειρήνης ή του πολέμου, καθώς αρνείται να πάρει πρωτοβουλίες για τον τερματισμό της σφαγής και της γενοκτονίας στην Γάζα σε βάρος του λαού της Παλαιστίνης, αλλά και του πολέμου που προκάλεσε η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία.
Για τις προοδευτικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να χαροποιεί κανέναν, καθώς το άθροισμα Σοσιαλιστών, Πρασίνων και Αριστεράς που ήταν γύρω στο 35% στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα συμπιεστεί περαιτέρω.
Αυτό, πέρα από τη βασική ευθύνη της ευρωπαϊκής Δεξιάς για τη διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά και μια ομολογία της ανεπάρκειας ενός πειστικού και ελκυστικού σχεδίου για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης που υποστηρίζουν μια τέτοια προοπτική.
Το γεγονός ότι κέρδισε κυρίως η ακροδεξιά την ψήφο της κοινωνικής διαμαρτυρίας, όχι μόνο στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αλλά, σε πολλές χώρες, και της νέας γενιάς, είναι καμπανάκι κινδύνου, όχι μόνο για την Ευρώπη και τη δημοκρατία, αλλά και για τις δυνάμεις της πληθυντικής Αριστεράς και τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που καλούνται να ξεπεράσουν τα δικά τους ελλείμματα και να διατυπώσουν με ένα πιο συγκεκριμένο, πειστικό και ελκυστικό τρόπο τις δικές τους προτάσεις.
Σε ό, τι αφορά στην Ελλάδα, πέρα από την πολυσυζητημένη ήδη αποτίμηση περί νικητών, ηττημένων, κλπ., το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι οι Ευρωεκλογές πραγματοποιήθηκαν χωρίς να διεξαχθεί καθόλου σοβαρός δημόσιος διάλογος για το πού πάει η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πού πάει η Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ολοφάνερο ότι αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή καθώς δεν εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες των κυρίαρχων δυνάμεων της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης.
Κατά τα άλλα, η Ελλάδα ήταν από τις χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση της αποχής, που είναι άλλο ένα καμπανάκι κινδύνου που δείχνει την καταβαράθρωση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων και τη μεγέθυνση του ελλείμματος εμπιστοσύνης προς τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα.
Με εξαίρεση την πολυδιασπασμένη ακροδεξιά που αθροίζει ένα ποσοστό της τάξης του 18% και την κάποια βελτίωση των ποσοστών για το ΚΚΕ και το προσωποπαγές κόμμα της κας Κωνσταντοπούλου, κανείς άλλος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών.
Στην παρούσα θητεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ολοκληρώνεται στα μέσα Ιουλίου, έγινε πάρα πολλή συζήτηση για την επάρκεια της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την επιδραστικότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων Ευρωβουλευτών στη λήψη των αποφάσεων και την ανάγκη να βελτιωθεί αυτή η παρουσία. Βλέποντας τη σύνθεση των νέων 21 γυναικών και ανδρών που θα μας εκπροσωπήσουν στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, καθώς, όπως είναι δημόσια γνωστό εδώ και χρόνια, ολοκληρώνω τη θητεία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εύχομαι να μην νοσταλγήσουμε την προηγούμενη σύνθεση. Για μια ακόμη φορά, με ευθύνη όχι μόνο των κομμάτων αλλά και των πολιτών, εκλέχτηκαν στην Ευρωβουλή άνθρωποι που ολοφάνερα θα δυσκολευτούν να εκπροσωπήσουν επάξια τη χώρα μας και να ασκήσουν με επάρκεια τα καθήκοντα για τα οποία εκλέχτηκαν.



