Νέα ΑριστεράΣυνεντεύξειςΣΥΡΙΖΑ
«Είναι πιεστικά αναγκαίο και κοινωνική απαίτηση να συγκλίνουν και να συμπράξουν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα – με κοινό υποψήφιο πρωθυπουργό, κοινό πρόγραμμα και μια πολυκομματική συσπείρωση στο πρότυπο της Γαλλίας, χωρίς να διαλυθούν τα κόμματα»
Συνέντευξη στο Ράδιο Aθήνα 9.84 FM

Συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθήνα 9.84 FM έδωσε ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωβουλευτής της Αριστεράς (The Left) Δημήτρης Παπαδημούλης, στην εκπομπή “Ραντάρ” του δημοσιογράφου Δημ. Κουκλουμπέρη.
Με το αποτέλεσμα του Α’ γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών στο επίκεντρο της συζήτησης, ο Δημ. Παπαδημούλης, αναφέρθηκε στην πιθανότητα να σχηματιστεί για πρώτη φορά ακροδεξιά κυβέρνηση στη Γαλλία, αλλά και στην εσωτερική πολιτική επικαιρότητα. Συγκεκριμένα:
«Η εξέλιξη στη Γαλλία με τη Λεπέν είναι μια πολύ αρνητική εξέλιξη γιατί υπάρχει μια καθαρή πρωτιά της ακροδεξιάς. Βέβαια είναι μικρότερη από αυτή που της έδιναν οι δημοσκοπήσεις, 33% αντί για 37%, κι έτσι όλα τώρα θα κριθούν στο δεύτερο γύρο. Είναι εφικτό και φαίνεται ότι αποτελεί προτεραιότητα για τη συντριπτική πλειοψηφία των αντιπάλων της ακροδεξιάς, το να μην αποκτήσει το κόμμα της κυρίας Λεπέν με τους συμμάχους της, απόλυτη πλειοψηφία στην καινούργια Βουλή, όπου θα είναι ασφαλώς πρώτη δύναμη.
Το θέμα είναι να φρενάρει αυτό το σοκ και να μην οδηγήσει σε μια απόλυτη πλειοψηφία και επομένως σε μια κυβέρνηση που θα κάνει πράξη αυτό το πρόγραμμα, που είναι μαύρη μέρα για τη Γαλλία. Δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στη Γαλλία, στη χώρα που γέννησε την Γαλλική Επανάσταση – και που όλοι καταλαβαίνουμε ότι θα έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά για όλη την Ευρώπη».
Η άνοδος της ακροδεξιάς και το σενάριο Μακρόν
«Είναι σχεδόν πανευρωπαϊκό φαινόμενο, με εξαίρεση τις χώρες τις σκανδιναβικές, όπου αντί να ανέβει έπεσε στις ευρωεκλογές, γιατί δίνει δείγματα γραφής ως κυβερνητική δύναμη στη Σκανδιναβία και αυτό τη φθείρει.
Αυτός είναι και ο λόγος που έκανε ο Μακρόν αυτό το παρακινδυνευμένο βήμα και το οποίο εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ για το κόμμα του, αλλά δείχνει ότι τον Μακρόν τον ενδιαφέρουν κυρίως οι επόμενες προεδρικές εκλογές, όπου αυτός δεν θα είναι υποψήφιος. Και ποντάρει στο εξής σενάριο: Να μην φτιάξει κυβέρνηση αυτοδυναμίας, ας το πω έτσι, η Λεπέν. Να αναγκαστεί να συμπράξει με άλλες δυνάμεις της δεξιάς -είδατε κι ένα κομμάτι της παραδοσιακής δεξιάς σπάει τη γραμμή και κλείνει το μάτι στη Λεπέν- και να ποντάρει στην κυβερνητική φθορά της ακροδεξιάς – γιατί γρήγορα θα φανεί ότι δεν είναι αντισυστημική δύναμη, αλλά η σιδερένια γροθιά του συστήματος και των υπερπλουσίων στη Γαλλία, προκειμένου να αποφύγει την ήττα του διαδόχου του, από την κόρη Λεπέν. Αυτό νομίζω είναι το σχέδιο του Μακρόν.
Αφού τα έκανε προηγουμένως μούσκεμα και υιοθετώντας ένα μέρος της ατζέντας της Λεπέν, διευκόλυνε το ξέπλυμα και την κανονικοποίηση της ακροδεξιάς.
Δίπλα σε αυτά να προσθέσουμε ότι παραδοσιακοί υποστηρικτές της δεξιάς, των Ρεπουμπλικανών, του κόμματος του Ντε Γκωλ και στη συνέχεια του Σαρκοζί και του Σιράκ, έχουν στραφεί πια προς την ακροδεξιά. Και επιχειρηματικά συμφέροντα και μιντιακοί όμιλοι και δυνατές πένες του δημόσιου λόγου στη Γαλλία».
Μια ισχυρή αριστερά – υπόδειγμα
«Το γαλλικό Νέο Λαϊκό Μέτωπο, από τους Πράσινους και τους Σοσιαλιστές μέχρι τους κομμουνιστές και την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν είναι ίσως άλλο ένα σημείο που ο Μακρόν έπεσε έξω, σημάδι ότι τον έχει πάρει την κάτω βόλτα. Δεν το φανταζόταν ότι θα συγκροτηθεί αυτό το μέτωπο πάνω σε ένα μίνιμουμ κοινό πρόγραμμα. Και αυτή η μέθοδος, δηλαδή οι διαφορετικές δυνάμεις της πληθυντικής αριστεράς να συγκροτούν ένα μέτωπο πάνω σ ένα μίνιμουμ κοινό πρόγραμμα, νομίζω ότι θα πρέπει να μας διδάξει και στην Ελλάδα. Διότι μέχρι τώρα η συζήτηση εδώ γίνεται για τα εύκολα και τα ρηχά: δηλαδή το ποιο πρόσωπο, με ποιες διαδικασίες… Για το πρόγραμμα μέχρι τώρα δεν βλέπω να γίνεται σοβαρή κουβέντα».
Εναλλακτική πολιτική πρόταση απέναντι στον μητσοτακισμό
«Είναι ισχυρό λαϊκό κοινωνικό αίτημα το να υπάρξει εναλλακτική απέναντι στη δεξιά πολιτική και στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Προφανώς υπάρχουν δυσκολίες, αλλά υπάρχει και κοινωνική απαίτηση. Όταν υπάρχει αυτή η πίεση με την ακρίβεια, με το βιοτικό επίπεδο, με την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, ιδιαίτερα στα θέματα της υγείας, με θέματα διαφθοράς, κράτους δικαίου, βαλκανικής οπισθοδρόμησης της χώρας.
Επομένως, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι προσεγγίσεις του θέματος που θυμίζουν reality τύπου survivor – ποιος είναι ο “μεσσίας”, με ποιες διαδικασίες κτλ κτλ. που θα οδηγήσουν την κατάσταση σε αδιέξοδο και σε τέλμα και θα προδώσουν αυτή την λαϊκή ανάγκη και κοινωνική απαίτηση για να ξεκινήσει μια διαδικασία για την ουσία: Τι καλείται να κάνει; Τι θα κάνει μια τέτοια σύμπραξη; Ποιο πρόγραμμα; Πως εγγυάται ότι θα κυβερνήσει καλύτερα; Τι θα επιδιώξει; Ποιες προτεραιότητες;»
Όταν το κόμμα του Κύρκου και το κόμμα του Φλωράκη κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κοινό συνασπισμό, το οποίο ήταν πράγματι πολύ δύσκολο, ενδεχομένως και ακόμη πιο δύσκολο εκείνη την περίοδο πριν 35 χρόνια, το κατάφεραν επειδή πέρα από την κοινωνική ανάγκη, υπήρξε και η σωστή μέθοδος. Συγκροτήσαμε μια επιτροπή και εγώ με το Δραγασάκη υπό την εποπτεία και με τη συμμετοχή του αείμνηστου Γιάνναρου και του Μίμη Ανδρουλάκη, συγκροτήσαμε ένα κοινό πρόγραμμα, πάνω στο οποίο υπήρξε Συνασπισμός. Αυτή είναι η μέθοδος για όσους πραγματικά θέλουν. Αλλά έχω την εντύπωση ότι και ορισμένοι δεν θέλουν. Θέλουν το “οικοπεδάκι” τους…»
Προγραμματικό πλαίσιο για εκλογική συνεργασία
«Αφού ξεκαθαριστεί το τοπίο, στο ΠΑΣΟΚ – που έχει διαδικασίες τον Οκτώβριο, και στον ΣΥΡΙΖΑ – που βιώνει μια επιδείνωση της κρίσης με υπαρξιακά πλέον χαρακτηριστικά, και με δεδομένη και την πολιτική βούληση της Νέας Αριστεράς να είναι παρούσα σ αυτή τη φάση, αλλά το μικρό μέγεθος προφανώς επηρεάζει, μην κρυβόμαστε-, νομίζω ότι θα φανεί αν υπάρχει πολιτική βούληση από τα κόμματα γι’ αυτή την αναδιάταξη του τοπίου και τη σύγκλιση, προκειμένου με βάση ένα κοινό πρόγραμμα να υπάρξει κυβερνητική εναλλακτική, που σημαίνει κοινός υποψήφιος πρωθυπουργός, κοινό πρόγραμμα και μια πολυκομματική συσπείρωση στο πρότυπο της Γαλλίας, χωρίς να διαλυθούν τα κόμματα.
Δε νομίζω ότι το ΠΑΣΟΚ θα αποφασίσει την αυτοδιάλυση του. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ας ξεκινήσουμε από το ρεαλιστικό και το πιεστικά αναγκαίο που είναι να διερευνηθεί εάν πραγματικά υπάρχει βούληση να συγκλίνουν και να συμπράξουν σε δύο πράγματα: κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα, κοινό υποψήφιο.
Όσον αφορά το bonus εδρών που δίνει ο εκλογικός νόμος στο πρώτο κόμμα, δεν είμαι νομικός, αλλά ακούω νομικούς που λένε ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση μπορεί να διαμορφωθεί ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο που να στεγάσει αυτόν το στόχο και αυτή την επιθυμία, υπερβαίνοντας τα εμπόδια που έχει δημιουργήσει ο εκλογικός νόμος της Νέας Δημοκρατίας.
Αλλά είμαστε ακόμη πιο πίσω από αυτό.
Εγώ αυτό που βλέπω είναι τον κόσμο να το θέλει, αλλά οι ηγεσίες να προτιμούν την καρέκλα στο οικοπεδάκι τους και να προσπαθούν με διάφορους τρόπους να το τορπιλίζουν, ενώ υποκριτικά δηλώνουν ότι το θέλουν.
Η Νέα Αριστερά που νομίζω ότι το θέλει ειλικρινά, έχει μικρό μέγεθος και μια ήττα στις ευρωεκλογές που δεν της επιτρέπει να παίξει ένα ρόλο καταλύτη τόσο ισχυρό όσο θα ήθελε».
«Αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού»
«Αν θέλεις να φτιάξεις κάτι κοινό, ξεκινάς από την ουσία: Τι θέλουμε να κάνουμε; Τι εγγυόμαστε; Τι προτείνουμε στον πολίτη; Πώς χτίζουμε αξιοπιστία; Πώς πείθουμε ότι μπορούμε να κυβερνήσουμε καλύτερα; Ποιον ή ποιαν προτείνουμε για κοινό υποψήφιο πρωθυπουργό;
Και τα υπόλοιπα να τα προσεγγίσει κανείς με σοβαρότητα. Δηλαδή δε μπορούμε από το “μη-σχέσεις” και την πολεμική ανάμεσα στους “οικοπεδούχους” να πάμε στο ενιαίο κόμμα. Επί του παρόντος, βλέπω ανθρώπους να μην το θέλουν γιατί προτιμούν την καρέκλα στο κόμμα του 10, του 12 ή του 13 % και του “να είμαι πρόεδρος στο οικοπεδάκι μου”.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, συντριπτικά στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και αρκετά ισχυρά και στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, ο κόσμος το θέλει. Πιο πάνω… σκαλώνουμε, γιατί υπάρχουν οι φιλοδοξίες και οι μωροφιλοδοξίες και η εμμονή στη μικρή εικόνα. Αλλά επιμένω: Εν αρχή ην το πρόγραμμα.
Υπάρχει ένα πρόβλημα αναξιοπιστίας του ευρύτερου χώρου και αυτή τη φορά, για πρώτη φορά από το 2019 και μετά, η Δεξιά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είναι σοβαρά τραυματισμένος. Αν δεν θέλουμε να του δώσουμε την ευκαιρία να ανακάμψει, δείχνοντας την ανεπάρκεια των αντιπάλων, χρειάζονται διαδικασίες γρήγορες, σοβαρές, για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Θα ήθελα αυτό να γίνει “χωρίς αίμα”. Ναι, αλλά πολύ φοβάμαι βλέποντας την εμμονή στην καρέκλα ορισμένων, ότι θα περάσει μέσα από συγκρούσεις ενδοκομματικές.
Eιδικά για το ΠΑΣΟΚ μέχρι τώρα στο θέμα αυτό που συζητάμε, δεν έχω δει καθαρή θέση. Ούτε από τον Ανδρουλάκη, ούτε από τοn Δούκα, ούτε από τοn Γερουλάνο, ούτε φυσικά την κυρία ΜΙλένα Αποστολάκη.
Όταν έχεις πάρει 12-13% δεν μπορείς να πείσεις ότι μπορείς να είσαι ο κορμός της κεντροαριστεράς.
Στον ΣΥΡΙΖΑ πάλι, νομίζω ότι η κρίση, αυτό το “σάπισμα” που βλέπουμε τώρα, δείχνει ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία της Νέας Αριστεράς, ανεξάρτητα από το ότι δεν δικαιώθηκε στην κάλπη αυτή η επιλογή, τουλάχιστον στην πρώτη καταγραφή, ήταν πάρα πολύ σοβαροί. Και νομίζω ότι το επόμενο χρονικό διάστημα, δεν είναι δυνατόν, με βάση τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών αυτής της σύγκρουσης και κυρίως του κ. Κασσελάκη, που έχει το μαχαίρι και το πεπόνι της υπερεξουσίας ως Πρόεδρος, δεν το βλέπω να μαζεύεται το πράγμα. Το πως θα εξελιχθεί θα περιμένουμε να δούμε. Επειδή είμαι από τους συνιδρυτές του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ και παρότι πια δεν ανήκω σε αυτό το κόμμα, εδώ και κάποιους μήνες, μετά από μια απόφαση με πόνο ψυχής, με θλίβει η σημερινή κατάσταση».


